γιαπωνέζικος

γιαπωνέζικος
η , ο[ν] 1. японский;
2. (η ) японский язык

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γιαπωνέζικος" в других словарях:

  • ιαπωνικός — ή, ό και γιαπωνέζικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιαπωνία ή στους Ιάπωνες, αυτός που προέρχεται από την Ιαπωνία («ιαπωνικός στόλος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ιαπωνικά ή τα γιαπωνέζικα η ιαπωνική γλώσσα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»